WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| in exchange for [sth] prep | (in return for) | για αντάλλαγμα, ως αντάλλαγμα έκφρ |
| | The little boy woke to find that the Tooth Fairy had left him a shiny coin in exchange for his tooth. |
| | Το μικρό αγόρι ξύπνησε και είδε ότι η Νεράιδα των Δοντιών του είχε αφήσει ένα γυαλιστερό νόμισμα ως αντάλλαγμα για το δόντι του. |